|
παθ. αόρ. от διαβάλλω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διεβλήθην? — — εξαγριωμένος — αζάλιστος — μετωπικά — εκών — ακριβοπληρώνω — οιστραδιόλη — σκαριφίζω — τάσι — οινοπνευματοποιός — μαλαγρώνω — κουραμπιές — ηχοβολίζω — ανορεξιά — αγκρίνιαστα — εφίδρωση — ερευνημένος — υψηλοφρονώ — υγραίνω — νυφικό — κυτταρόπλασμα — γελαδίσιος |
|||