Новогреческий словарь
μαμελετζής
μαμελετζ|ής
ο уст.
ростовщик
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ростовщик
? —
μαμελετζής
как с
(ново)греческого
переводится слово
μαμελετζής
? — ростовщик
#
(ново)греческий словарь
—
ασπροφορεμένος
—
απομεινάρης
—
θαμώνας
—
φωτοηλιογραφία
—
εμψύχωση
—
λακκάκι
—
γνεφτός
—
στρεβλός
—
ανεπιστήμων
—
περιτριγύρισμα
—
καντηλιέρης
—
χειροτέχνιδα
—
καταχρώμαι
—
καταληψίας
—
κλαυθμυρισμός
—
επισωρευτής
—
όμως
—
ασίτευτος
—
ιδιοποίηση
—
γουλιάζω
—
σιάξιμο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве