Новогреческий словарь
πλαστικός
πλαστικός
в разн. знач.
пластический
;
~ές ύλες — пластические массы
;
~ή εγχείρηση — пластическая операция
;
===
~ή εικών — живая картинка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пластический
? —
πλαστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
πλαστικός
? — пластический
#
(ново)греческий словарь
—
αστερεοποίητος
—
αναλικνίζω
—
μοσχαράκι
—
οκνώ
—
απολισθαίνω
—
ερίτιμος
—
γλυκασμός
—
αβλεψία
—
ξεκρέμαστος
—
μικροκλέφτρα
—
αεροδυναμικός
—
δελτίωση
—
ξεχαρβόλωμα
—
αλεξιπτωτίστρια
—
ουρανός
—
ετερόχειρ
—
οικοδόμος
—
λαϊκισμός
—
αντικομμουνιστής
—
συνεχόμενος
—
ελεφαντόδοντο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве