|
το арапчонок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово арапчонок? — αραπόπουλο как с (ново)греческого переводится слово αραπόπουλο? — арапчонок — λαμπρύνω — ακαυχησία — αυτοτιτλοφορούμαι — σελιδούλα — αβάφτιγος — συμπεφωνημένα — σαμιαμίδι — τυμπανισμός — μέμψις — ακρουρά — Αργεντινέζος — μουγγρί — λαφυραγωγός — πρόσθεση — καρρολόγος — μοδιστράκι — ολομέλεια — αβάσκαντο — μενσεβικισμός — βασκαμένος — ντουζένι |
|||