|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αλανοπερίστερο? — — κουλλαμάρα — εική — πολυτεκνία — αιγαιοπελαγικός — οδόσημο — μομία — οστούν — σκουληκιάρικος — οπλοφορία — παπαδιά — ιλαρός — μεθώ — κότσια — χαμηλόβαθμος — μηλωτή — ηφαίστειο — ξεκαμωμένος — πεισμάτωμα — αλφαβήτιση — μελετημένος — νερό |
|||