|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αλανοπερίστερο? — — θεμελίωση — αμερόληπτος — παραβατικός — εθνικιστικός — μεταπείθω — τί — ντύσιμο — αδιάσκευος — σκίζα — προγραμματιστή — βουτυροποιείον — αναρπαγή — κεραμιδένιος — διεπέτασα — υποσκίασμα — οξειδωτής — στρόφιγγος — έκλειψη — αμφίλογος — αναρροφητικά — εξάγγελος |
|||