Новогреческий словарь
περιποιώ
περιποιώ
уст. :
~ τιμήν — делать честь (кому-л.)
;
αυτό δέν σάς ~εί τιμήν — [phrase]это не делает вам чести[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
περιποιώ
? —
#
(ново)греческий словарь
—
εξαρχία
—
βλαισός
—
τουρτουριάρης
—
βάστα
—
παντομίμα
—
λεπτουργώ
—
αφροζυμωμένος
—
αγλαΐζω
—
αρχιεπισκοπικός
—
νομοτελειακά
—
ανοιχτάρι
—
συμπέθερος
—
δρομίσκος
—
απογένομαι
—
φκιασίδι
—
ορυκτολόγος
—
περδικομάτα
—
χαρτοπώλης
—
εκθηλύνω
—
Ξανθή
—
κατοικημένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве