|
η шляпа #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шляпа? — ρεμπούμπλικα как с (ново)греческого переводится слово ρεμπούμπλικα? — шляпа — αγόγγυστα — νομισματολογικός — νυμφεύομαι — εξολοθρευτικός — σμιχτοφρύδης — νερουλιαστός — απαραβίαστο — αναμαλάσσω — ποντικοκτόνος — βιαιοπραγώ — μεγαλομάτης — συμφύρομαι — γιαγλί — ψυχεδέλεια — γενειοφορώ — κάπηλος — υπνωτικό — αμπάρωμα — αγγουροντομάτα — μεγεθυνηκός — οινοδοχείον |
|||