Новогреческий словарь
καθολικά
καθολικά
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
καθολικά
? —
#
(ново)греческий словарь
—
εξαγόρασμα
—
προεξοφλητικός
—
μέραρχος
—
αναπαλλοτρίωτο
—
κοκκινοβολώ
—
βροντοχτύπημα
—
γυμνοσπέρματος
—
διακριτός
—
δικάσιμο
—
ψευτοκουλτούρα
—
μυξοκλαίω
—
σκερτσόζος
—
υπερημερία
—
εξευμενίζω
—
υπέπεσα
—
κορύφωση
—
ξανάφτω
—
εδωπέρα
—
δυσμετακόμιστος
—
τσιγγούνικος
—
εξομολόγηση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве