Новогреческий словарь
διαμείβομαι
διαμείβομαι
обмениваться
;
~όμαστε φιλοφρονήσεις (δώρα) — обмениваться любезностями (подарками)
;
===
τί διημείφθη; — [phrase]о чём шёл разговор?[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
обмениваться
? —
διαμείβομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαμείβομαι
? — обмениваться
#
(ново)греческий словарь
—
φραχτό
—
λοχανοφάγος
—
φωσφορίζων
—
δυσθεάτος
—
ανταποκρινόμενος
—
ατιμώρητος
—
επιγλωττίδα
—
σιωπηρός
—
ησυχασμένος
—
εκβουτυρώνω
—
παραδίνω
—
επιλησμοσύνη
—
διχοτόμος
—
αποβγάζω
—
ματσουλίζω
—
οδοποιία
—
μολύβδαινα
—
ελαφρόκαρδος
—
κραυγή
—
καταστατικός
—
ταπεινόφρων
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве