|
карибский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово карибский? — καραϊβικός как с (ново)греческого переводится слово καραϊβικός? — карибский — ανθοστεφανώνω — εκλεχτός — σχεδιάγραμμα — χρωματογραφία — αληγής — τυπάζω — σανιδόφρακτος — ασύναπτος — μονοτσάμπουνο — αισχρόλογο — χοντρενω — μανουάλι — συννοσηρότητα — βοσκότοπος — δασύνομαι — διανάπαυσις — μερεύω — τρώομαι — παρεκκλήσιο — συναρμολογητής — ασφένδαμνος |
|||