|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κηδεμονικός? — — ενσύρματος — ἀναστάς — βαναδινικός — εξακοντίζω — εγκλείστως — αδικοπραξία — έγκλειστος — λυτρωμένος — ερματισμός — χωριουδάκι — ακούμπωτα — συνοδευτικός — αυτοσαρκασμός — δονούμαι — αγιοσύνη — μιτάρισμα — κουταλιανός — φιλάγαθος — καφεΐνη — διπλοψήφισμα — αγιολούλουδο |
|||