|
η осадок, отстой (винный) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово осадок? — τρυγία как на (ново)греческом будет слово отстой? — τρυγία как с (ново)греческого переводится слово τρυγία? — осадок, отстой — εργιον — βάναυσος — επτακοσιάκις — δειλία — βάζο — ζυγιστής — κουτουλώ — κονσερβαρίζω — σπλαγχνικός — διορίζομαι — αναφωνητής — χρεωλύσιο — μαγνητοηλεκτρισμός — διάπυος — λογγήσιος — μοναχιάζω — ετότες — διαπλατύνω — συντροφικός — χασμάς — ερωτική |
|||