Новогреческий словарь
πίεστρο
πίεστρο
το 1)
пресс
;
2)
тиски
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пресс
? —
πίεστρο
как на
(ново)греческом
будет слово
тиски
? —
πίεστρο
как с
(ново)греческого
переводится слово
πίεστρο
? — пресс, тиски
#
(ново)греческий словарь
—
γαργάλημα
—
βάμμα
—
ψένομαι
—
ημερομίσθιος
—
αγρύπνια
—
τσεμπέρι
—
διαφεγγής
—
ακαταχώριστος
—
εντροπιάζω
—
σαλπάρισμα
—
αρχιτεχνίτης
—
επιστημονικά
—
πάρεδρος
—
αύριο
—
σπερμολογω
—
χριστόψωμο
—
δραστηριοποίηση
—
δρομοκροτίς
—
αλυση
—
μούτσος
—
άπιαστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве