|
ο, η маслобой; маслодел #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово маслобой? — βουτυροποιός как на (ново)греческом будет слово маслодел? — βουτυροποιός как с (ново)греческого переводится слово βουτυροποιός? — маслобой, маслодел — ανεπένδυτος — σκεπάζω — προπαγανδιστικός — μεταγενέστερος — λογοκρισία — ωσμοσκόπιο — επιδειξίας — ίανθος — σαϊτιά — εκζητώ — αναγνώνομαι — διαισθητικός — δίκροκος — πάγκαλος — μπεϊοπούλα — διαχώρισμα — ματαιοδοξία — κομμουνιστικός — πλεονάζων — γραμματολογία — νεκροφάγος |
|||