|
η бот. солянка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово солянка? — αλμυρήθρα как с (ново)греческого переводится слово αλμυρήθρα? — солянка — πλανητικός — ευχέρεια — λασπώνω — τήκομαι — τριτότοκος — διαισθητικός — γαύγισμα — όπλιση — ανάκαμψη — ανυπομονία — συνοικισμός — χτίση — αντιαλγικός — αντικρύζω — ευμενώς — αβολεψιά — νομοτελεστικόν — πλάσσω — βέλο — είτε — σελεμιάζω |
|||