|
1) относительность; η θεωρία τής ~ς — теория относительности; 2) соответствие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово относительность? — σχετικότητα как на (ново)греческом будет слово соответствие? — σχετικότητα как с (ново)греческого переводится слово σχετικότητα? — относительность, соответствие — δεσμικός — πεσιμιστικά — μπαρμπέρισμα — ανυδριά — πλακομούνι — φωνομοντάζ — ημιονηγός — καρβοονιάρικος — πετρελαιοπηγές — προγεμένος — οδοιπορικά — μηλεών — Σκωτσέζα — δελφινάκι — βερμούτ — διακύβευμα — αξιοδάκρυτος — σταχυολόγησις — λογάδι — πηδηχτά — γιατσάδα |
|||