Новогреческий словарь
περιστασιακά
περιστασιακά
время от времени
изредка
иногда
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
περιστασιακά
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αθρακιά
—
γνωστοποίηση
—
κομπιάζω
—
παίζω
—
μαϊάτικος
—
μεταφραστέος
—
χλώρωση
—
κατασώτευσις
—
αφομοιώσιμο
—
καρφοβελόνα
—
φορτηγήσιος
—
ξυλιάζω
—
δημοσκόπηση
—
καταπίστομα
—
αποχαιρετίζω
—
λέπτυνση
—
καλαμπουρίζω
—
εναλλάσσω
—
συγχωρνω
—
πρωτογέννητος
—
λογιάζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве