Новогреческий словарь
απαρχαιώνομαι
απαρχαιώνομαι
стареть, устаревать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
стареть
? —
απαρχαιώνομαι
как на
(ново)греческом
будет слово
устаревать
? —
απαρχαιώνομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
απαρχαιώνομαι
? — стареть, устаревать
#
(ново)греческий словарь
—
εξηκονταετία
—
υδροπρίονο
—
διαλαμβάνω
—
αφειδής
—
κλιματοθεραπεία
—
βίαος
—
παραλήγουσα
—
ρυμουλκούμαι
—
ρεγουλάρισμα
—
γαργάλισμός
—
κλάρα
—
βατήρας
—
μουγγαίνομαι
—
ακαμασιά
—
σαβουριάζω
—
ξεκοιλιάζομαι
—
υποτροχήλιον
—
ανασβολιάζω
—
γγιαγμένος
—
στομαλίμνη
—
μπόλιασμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве