Новогреческий словарь
διπλοσκοπός
διπλοσκοπός
ο воен.
подчасок
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
подчасок
? —
διπλοσκοπός
как с
(ново)греческого
переводится слово
διπλοσκοπός
? — подчасок
#
(ново)греческий словарь
—
προσομοιώνω
—
σπέρνω
—
κατάρα
—
παράλιος
—
δοξομανής
—
ξυλολατρία
—
πρωταρχινώ
—
απαράλλακτα
—
μερακλώνομαι
—
ακροβολιστικός
—
χλωροφυλλόκοκκος
—
θρίαμβος
—
δυσκολόπιστος
—
δραστηριοποίηση
—
αποσκάφτω
—
συγκαιρινός
—
ημεροκαματιάρης
—
ξεφτιλίζω
—
πολυσαρκία
—
επισύρω
—
τραγωδός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве