Новогреческий словарь
δαμασκηνό
δαμασκηνό
дамасский
;
~ χάλυβας — дамасская сталь
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дамасский
? —
δαμασκηνό
как с
(ново)греческого
переводится слово
δαμασκηνό
? — дамасский
#
(ново)греческий словарь
—
μοιάζω
—
διαπομπεύω
—
αυτοκρατία
—
ανέντιμος
—
πτυελίζω
—
αρχικάλπης
—
δειλινό
—
ευλογιάρης
—
γιορτή
—
αδιατάρακτος
—
σκοινάκι
—
υπερκόρεση
—
ζερβοκουτάλας
—
αναπαριστώ
—
λογιάζω
—
ατελώνιστος
—
ασυγχωρεσιά
—
υδροχελιδών
—
καλοκάθομαι
—
αντιπροσώπευση
—
κνίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве