|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οργανογένεια? — — αριθμομηχανή — γλάκιο — αχεριώνα — επικαρπούμαι — θολωτός — αμυλαλκοόλη — δασοπόνος — φαρμακολογικός — μυστικό — υπερεπάρκεια — λαδάκι — λύτης — μεταξοκλωστική — ρουφάω — γρύζω — καράβινα — πούπουλο — ένθλιψη — συνωμοσία — επανάταξις — εξολισθάνω |
|||