|
пресуществляться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пресуществляться? — μετουσιούμαι как с (ново)греческого переводится слово μετουσιούμαι? — пресуществляться — ξεκοτσάρω — ξεγδαρμένος — γίγας — υπεράξιος — ευθαρσία — πατάσσω — γκεστάω — ονοματοκρατία — πλεούμενο — καϊκιά — έιπα — απαιτητικότητα — νεκροκεφαλή — μερίς — λυκειακός — συγκεφαλαίωση — αριστοτεχνία — ελαφρόπαρτος — κατσαρόλι — ζουμπούλι — διασώστρια |
|||