Новогреческий словарь
ολόκορμος
ολόκορμ|ος
η , ο :
τρέμω ~ — дрожать всем телом
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ολόκορμος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
εμπειροτέχνης
—
δευτερότοκος
—
λευκαντικός
—
ευκόμιστος
—
ομοιοθερμία
—
ενυπνίαση
—
υδροτροχός
—
προτιμότερος
—
αποκάμνω
—
ψηλαφούμαι
—
ξεκουμπίδια!
—
προγονικός
—
οδόστρωμα
—
μυθολογία
—
τσάμπα
—
υδρομάστευση
—
τράβηγμα
—
αγαθοποιός
—
άσωτος
—
αναθαρρύνω
—
εβραιοπούλα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве