|
1) хватать, схватывать; 2) : τήν άδραξε ο ήλιος — солнце опалило её, она загорела #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хватать? — αδράχνω как на (ново)греческом будет слово схватывать? — αδράχνω как с (ново)греческого переводится слово αδράχνω? — хватать, схватывать — δραστικός — εκδήλως — τεσσαρακοστιανός — αμερικανίζω — πρόβιος — κατοικημένος — καταδρομικό — πειθήνια — πανώριος — αργυρώδης — αδικαίωτος — βιβλιοτεχνία — πέσο — γκαλιουρίζω — ξιπάζομαι — καλογεννημένος — σκιώδης — κρεμάστρα — εύρημα — σταυραράχνη — παρανοϊκός |
|||