|
расставив ноги; верхом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово расставив ноги? — διάσκελα как на (ново)греческом будет слово верхом? — διάσκελα как с (ново)греческого переводится слово διάσκελα? — расставив ноги, верхом — κουλτούρα — γανωτής — νομισματοκοπείο — ψαρίλα — τσινίζω — πανηλίθιος — παραψυχολογία — χοχλάκιασμα — κατακερματίζω — γεβεντίζομαι — τετρακύλινδρος — εντράτα — γαργάλισμός — οπισθογράφος — εμπλεκτικός — απρέπεχα — μεσόροφος — αντιπροσωπευτικός — δεντρόκηπος — λιποαιμία — πρόσκληση |
|||