|
ο мизинец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мизинец? — ωτίτης как с (ново)греческого переводится слово ωτίτης? — мизинец — θερμομετρικός — ψαλμωδώ — χύλισμα — αδυσκόλευτος — στεατουργείο — κατσαρολικό — αμήν — αγαργάλιστος — καθησυχάζω — σιδηροτροχιά — οπερατέρ — ρωσόφωνος — ασυναρίθμητος — λαιμόδεσμος — επινοητικός — φασόμετρο — ρουθούνι — οδήγημα — φανελλάς — αντιπάθεια — αμάνιωτος |
|||