Новогреческий словарь
εμπειριαρχία
εμπειριαρχία
η филос.
эмпиризм
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
эмпиризм
? —
εμπειριαρχία
как с
(ново)греческого
переводится слово
εμπειριαρχία
? — эмпиризм
#
(ново)греческий словарь
—
γκέρλς
—
γουναρικό
—
κεράτινος
—
φλιά
—
φυσητήρας
—
ξενομανής
—
σοβαροφανής
—
μύτη
—
μπολσεβίκα
—
οχταήμερος
—
ξετσιπωσιά
—
πρεμιέρα
—
ακατάκλυστος
—
εμφυλιοπολεμικός
—
περαταριά
—
χρωμολιθογραφικός
—
δονούμαι
—
ανθυπνωτικός
—
καρτερόψυχος
—
ευκοιλιότητα
—
αριστεροποιημένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве