Новогреческий словарь
χηρευάμενος
χηρευάμεν|ος
ο
вдовец
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вдовец
? —
χηρευάμενος
как с
(ново)греческого
переводится слово
χηρευάμενος
? — вдовец
#
(ново)греческий словарь
—
εικοσαετής
—
ντεφαιτισμός
—
εθνικιστής
—
ζαΐφης
—
προδρομικά
—
απήδηγος
—
επιγένεσις
—
μπούχτισμα
—
αχθόμετρον
—
αεροτόπι
—
πολιορκούμαι
—
ταυρομάχος
—
ρητό
—
πρυμάτσα
—
εξονυχιστήριο
—
επιστημονικοφανής
—
απροξένεφτος
—
αντιδικία
—
γυναίκειο
—
ζωστήρας
—
διότι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве