Новогреческий словарь
δωδεκαδάκτυλος
δωδεκαδάκτυλ|ος
двенадцатиперстный
;
~ο (έντερο) — двенадцатиперстная кишка
;
έλκος τού δωδεκαδάκτυλου — язва двенадцатиперстной кишки
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
двенадцатиперстный
? —
δωδεκαδάκτυλος
как с
(ново)греческого
переводится слово
δωδεκαδάκτυλος
? — двенадцатиперстный
#
(ново)греческий словарь
—
απράντο
—
κρινολούλουδο
—
ηλιοστάσι
—
ποδοκύλισμα
—
ταξί
—
θησαυριστής
—
χρυσοχοϊκός
—
βερεσές
—
αποβρασμός
—
αφόδευση
—
πλάνιασμα
—
στασίασμός
—
κτιστός
—
χονδροποίηση
—
συμβάλλομαι
—
αναπόφευκτος
—
προσβλητικότητα
—
εκδημοκρατισμός
—
επάρκεια
—
κολλυβισμός
—
στενοσόκακο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве