Новогреческий словарь
συμμισακάτορας
συμμισακάτορας
ο
испольщик
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
испольщик
? —
συμμισακάτορας
как с
(ново)греческого
переводится слово
συμμισακάτορας
? — испольщик
#
(ново)греческий словарь
—
ντερμπεντέρικα
—
ακάταρτος
—
απλατής
—
ζαρομάτα
—
βαθυτυπία
—
καπνοθήκη
—
προσκολλώ
—
οιδηματικός
—
μπριγιαντίνη
—
αιμοσφαιρίνη
—
διέστην
—
αφλεγής
—
αγωνία
—
ενέσιμος
—
τριμερώς
—
θαμνόφυτος
—
προσβάλλω
—
μισοκοιμούμαι
—
ανάκειμαι
—
ακαταμέριστος
—
επιπωματικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве