Новогреческий словарь
κατακλυσμιαίος
κατακλυσμιαί|ος
геол.
дилювиальный
;
===
~αία βροχή — проливной дождь
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дилювиальный
? —
κατακλυσμιαίος
как с
(ново)греческого
переводится слово
κατακλυσμιαίος
? — дилювиальный
#
(ново)греческий словарь
—
σφυροβόλος
—
ψιλή
—
κοντόχρονα
—
τουφεκιοφόρος
—
επιφωνηματικός
—
εκβληστάνω
—
ανεξέργαστος
—
κουρούπα
—
αντιπαθητικός
—
διεξαγωγή
—
αρραβώνιασμα
—
εξάδα
—
μανικετόκουμπο
—
αυτομετασχηματιστής
—
εκροή
—
ηγεμόνας
—
αυτόχρωμος
—
παρέμβλημα
—
χηνάρης
—
κηροστάτης
—
βολφράμιο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве