Новогреческий словарь
απορώ
απορώ
(αόρ. απόρεσα)
недоумевать, удивляться
;
~ πώς μπόρεσε νά τό κάμει — [phrase]удивляюсь, как он смог так[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
недоумевать
? —
απορώ
как на
(ново)греческом
будет слово
удивляться
? —
απορώ
как с
(ново)греческого
переводится слово
απορώ
? — недоумевать, удивляться
#
(ново)греческий словарь
—
απίστωτος
—
ομορφάνθρωπος
—
πρασινογάλαζος
—
αδελφοποιητή
—
αρμονικότητα
—
καρδούλα
—
μπατανία
—
νόημα
—
αποπλανήτρα
—
ανακλώμαι
—
ψυχάρι
—
κοκκύτης
—
αρχοντομαλάκας
—
υπερευπαθής
—
ενσφηνωτικός
—
αντιστήριγμα
—
αμμόμετρο
—
αρμαθιάζω
—
στασιμότητα
—
αντιπαιδαγωγικός
—
αναδεύομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве