Новогреческий словарь
αντεπεξέρχομαι
αντεπεξέρχομαι
(αόρ. αντεπεξήλθα)
справляться
(с кем-чем-либо);
~ στίς δυσκολίες — справляться с трудностями
;
δέν ~ εις τά έξοδα μου — не укладываться в свой бюджет
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
справляться
? —
αντεπεξέρχομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
αντεπεξέρχομαι
? — справляться
#
(ново)греческий словарь
—
στομώνω
—
τσινιάρικος
—
διαφθορείο
—
κυτταρολογικός
—
ζωσμένος
—
ακάμπιαστος
—
αποδιδράσκω
—
αρήμαχτος
—
ακρόρριζος
—
ευεπίδεκτος
—
αξεσκάλιστος
—
γλυκανάλατος
—
απλάδι
—
μαξιμαλισμός
—
ενωμοτάρχης
—
επωνύμιο
—
αρτυμένος
—
απάδων
—
χωνοειδής
—
αντιβούισμα
—
αγώγι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве