Новогреческий словарь
διδακτορία
διδακτορία
η
учёная степень
(соответствует кандидатской степени в России);
διατριβή επί ~ — кандидатская диссертация
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
учёная степень
? —
διδακτορία
как с
(ново)греческого
переводится слово
διδακτορία
? — учёная степень
#
(ново)греческий словарь
—
κλυδωνίζομαι
—
κολλαγόνο
—
ξινότυρο
—
πεδίκλωμα
—
επιψευδαργύρωση
—
αντίθρησκος
—
ευμορφαίνω
—
τενεκές
—
απεψία
—
κατοικώ
—
γαϊδουρόκομπος
—
ξυλοφορτώνω
—
αικία
—
εξοχωτάτη
—
κατσαρόλι
—
δέρας
—
μπουσουλώ
—
αξανά
—
μητροπολίτης
—
μονήμερος
—
αυτογεμής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве