|
το пяльцы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пяльцы? — γκεργκέφι как с (ново)греческого переводится слово γκεργκέφι? — пяльцы — αρχάρης — κατουρλιό — λευκαίνομαι — πόμπευση — ανυπαρξία — σμερτιά — σφυράω — ακαταδίκαστος — προανάφλεξη — ταυτογνωμώ — μεθαύριο — καυστήρας — χημείο — τσίσα — αγονία — γοβίτσα — ερημόσπιτο — γενολόγι — υδροπωλητής — λεξικός — πίπερμαν |
|||