|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πανικοβάλλω? — — ατάραχος — επανθώ — αγκαθάκι — προσεπικύρωση — μπουρανόσουπα — φωτοταχυμετρία — αδιαβίβαστος — γαλουχώ — κλητεύω — θεωρία — ντόντολα — νίτρο — αυτοσχέδιος — φαρμακοκινητική — αλλοστράτισμα — μαδαρός — κατοχυρωτικός — καταδύομαι — υφάλμυρος — απροκάλυπτος — σητόβρωτος |
|||