|
το клевер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово клевер? — τριφύλλι как с (ново)греческого переводится слово τριφύλλι? — клевер — ακατάλληλος — χοντροκομμένος — βράβευμα — βεβαιότητα — σιταρένιος — τοπωνυμία — λειβαδότοπος — μπόμπα — τσαπού — γεωγραφία — βαθυσκαφής — υπόσκληρος — μοιχεία — μεταμόρφωση — παννιασμένος — αλογίνα — αντεισαγγελεύω — υψίφωνος — ευωδιάζω — σόντέκνισσα — σχέση |
|||