Новогреческий словарь
διφθερικός
διφθερικός
мед.
дифтерийный
;
~ ιός — дифтерийная палочка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дифтерийный
? —
διφθερικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
διφθερικός
? — дифтерийный
#
(ново)греческий словарь
—
δήλωση
—
μύστρισμα
—
αντικαταστάτης
—
γαλλήσιος
—
εννεακισχίλιοι
—
λαοκρατικός
—
σκυθρώπιασμα
—
αταχτοποίητος
—
εμπιστευτικός
—
αδρομος
—
κοστίζω
—
αχνοπρόσωπος
—
άτεκνος
—
ξεσβέρκιασμα
—
κατάδοση
—
αρένα
—
φουμέρνω
—
ζωοτροφικός
—
δανειοδότης
—
μασόνος
—
ελληνόπουλο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве