Новогреческий словарь
κορόμπλο
κορόμπλο
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
κορόμπλο
? —
#
(ново)греческий словарь
—
εξαμερία
—
σύναγμα
—
αεροειδής
—
κορακιάζω
—
επιστόμωση
—
φθινοπωριάτικος
—
προστυχών
—
διόπτευση
—
υπεξουσιότητα
—
ξίφιον
—
Αμερικάνος
—
οπλοποιός
—
ανανταπάντητος
—
ξεσαβούρωμα
—
μοναρχώ
—
ευκαλυπτέλαιον
—
ελεφαντοστόλιστος
—
σκαρμός
—
αντιλαϊκός
—
προσχηματικός
—
τριώνυμο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве