|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово χοντρέμπορος? — — εναντιότητα — κομητεία — εθνοπρεπής — αναμαλάσσω — μούσα — επιβολέας — δυσαρεστημένος — αψήλωτος — εννεαπλασιασμός — ακροσταβία — πταρνίζομαι — ροδόσταγμο — βαθερός — λουτρολόγος — σακκουλήσιος — απεργοσπάστρια — βερεσές — μεσολάβηση — πεπωρωμένος — ευδαιμονίζω — ουρανογραφικός |
|||