Новогреческий словарь
μεσοκάρπιος
μεσοκάρπι|ος
анат.
пястный
;
~ διάρθρωσις — пястный сустав
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пястный
? —
μεσοκάρπιος
как с
(ново)греческого
переводится слово
μεσοκάρπιος
? — пястный
#
(ново)греческий словарь
—
επταμηνία
—
θαρρύνω
—
μικρόκοσμος
—
αραυκαρία
—
ανισοβαρώς
—
έκρους
—
ζαλιάρης
—
αντιστρατεύομαι
—
μαιευτήρας
—
κωμικοτραγικός
—
αρμεχτής
—
ασβεστοποίηση
—
υγειονομία
—
απρόκοφτος
—
νοομαντεία
—
αεριοπαραγωγός
—
συμμετοχή
—
χυμευτική
—
διαλογιέμαι
—
ξιπάζω
—
ντουρής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве