|
η 1) справедливость; 2) юр. правопорядок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово справедливость? — δικαιοπραξία как на (ново)греческом будет слово правопорядок? — δικαιοπραξία как с (ново)греческого переводится слово δικαιοπραξία? — справедливость, правопорядок — πτωχεία — αγκαίνιαστος — μερεμέτι — μεταξοπαραγωγός — δάχτυλο — πολυμέλεια — ζωντάνεια — συνθήκη — νευρεξαγωγή — ξεσκάλισμα — μαϊμουδίτσα — μουτσούνα — καμινέας — τερεβινθικός — ζαμπούνιασμα — απριλιάτικος — αλμυρήθρα — γωνιακός — ιγγλέζικος — ιδέ — σπεράντσα |
|||