Новогреческий словарь
πολιτοφύλακας
πολιτοφύλακας
ο 1)
милиционер
;
2)
ополченец
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
милиционер
? —
πολιτοφύλακας
как на
(ново)греческом
будет слово
ополченец
? —
πολιτοφύλακας
как с
(ново)греческого
переводится слово
πολιτοφύλακας
? — милиционер, ополченец
#
(ново)греческий словарь
—
ανθρωποειδής
—
ανθυποκτηνίατρος
—
δημοτικό
—
άζωνος
—
συγκαιρινός
—
ληξιαρχείο
—
άτρομος
—
σπουδοστής
—
βαροθερμόμετρο
—
καρντάσης
—
αρπαστικός
—
αποβλητικός
—
κρομμυδόσπορος
—
ψιακάτης
—
ημερονύκτιος
—
αλαργωπός
—
επιδρομή
—
απόδειξη
—
συγχωρνω
—
πρωτοσύστατος
—
ακράτητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве