|
шок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шок? — σόκ как с (ново)греческого переводится слово σόκ? — шок — ακομπόδετος — οιωνοσκοπία — αρνοκοπάδι — τετράπρακτος — γραμματική — ψυχοπαραδέρνω — πρωτοτοκία — κοθρής — βρώσιμος — αλάθητος — παγωμάρα — θερμοπομπός — στηθοχτυπιέμαι — βγαίνω — έπακρο — εγγίζομαι — αμφισβητώ — προμύθιον — βουτυρώνω — χορεύγω — μικροπράγμα |
|||