|
η карканье; === μέ κακοκεφιάζει η ~ τους — [phrase]мне действует на нервы их брань[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово карканье? — γκάβρα как с (ново)греческого переводится слово γκάβρα? — карканье — προϋπάντηση — σπορίσματα — ανεμώδης — συντηρούμενος — Μητρώον — νεκροτόμος — φουσκαλιάζω — λαφυραγωγώ — πράϋνση — μπαλταδάκι — ακανόνιστος — βρεσιδάκι — αξαζόμενος — αντιγράφω — ξελαρυγγίζομαι — πρυμνοδέτης — Μάρτιος — εμπότιση — λυκαυγές — φλυζάκιον — διοργανώνω |
|||