Новогреческий словарь
ασκητικώς
ασκητικώς
Аскетичный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ασκητικώς
? —
#
(ново)греческий словарь
—
γαϊδουροκαθίζω
—
εξομαλύνω
—
μισοπνιγμένος
—
σφυρόν
—
πριονιστός
—
συνοδηγός
—
μεσσίας
—
βροντοκοπώ
—
δικαιούχος
—
αλμανάχ
—
ζουζούνα
—
πορτόφυλλο
—
ηλιοκαμένος
—
ψώριασμα
—
φλώρι
—
ξευτέλισμα
—
βαρυχειμωνιά
—
φλογοσωλήνας
—
νεσεσσαίρ
—
κινέζικα
—
καθάρισμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве