Новогреческий словарь
οριζοντιώνομαι
οριζοντιώνομαι
лежать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лежать
? —
οριζοντιώνομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
οριζοντιώνομαι
? — лежать
#
(ново)греческий словарь
—
ξελιγώνω
—
στραβίζω
—
άμετρος
—
περίπτερο
—
ψυχιατρικός
—
ψιττακίαση
—
υφαλόχρωμα
—
διακλαδωτικός
—
αμμωνιακό
—
μετασάλεμα
—
φλωρί
—
αιγίδα
—
βούβαλος
—
αλλοτρίωση
—
φτωχοποιώ
—
φουφούλα
—
ηπατολογικός
—
πολέμιος
—
γατίλα
—
μικροπαντρεμένος
—
εγωισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве