|
(-ατός) τό копьё; пика #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово копьё? — δόρυ как на (ново)греческом будет слово пика? — δόρυ как с (ново)греческого переводится слово δόρυ? — копьё, пика — μαστιχη — μασουλίζω — ταχυδρομείο — αροκάνιστος — κωλαράκος — φυσητός — παιδοδοντίατρος — αψηλός — μετόχι — σπειροχαίτη — κουμπαράς — περιπαικτικός — διώκτης — ασέληνος — ανοπόβλητος — άφιξη — γυπάετος — ευθυγραμμίζω — τερματάκι — ξεπιάνω — συνάντηση |
|||