|
первая часть сложных слов, означ. : а) сверх; пере-, пре-; чрез-, над; очень; υπεράνθρωπος, υπεραγαπώ, υπερβαίνω; — б) за, в пользу: υπερασπίζω, υπερμαχώ — #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ύπερ-? — — παλλακεία — φανελλάδικο — μαντάρισμα — ιαπετικός — εγχελύδιον — ψιλοστόμαχος — γαλατιέρα — νεφραμιά — κατάτμησις — γεροντοκορισμός — αμεταφόρητος — μεταλλισμός — αβέβαιος — ενστιγματικός — έλαττον — πεντόφραγκο — χειράκανθος — προαποφασίζω — ερωτόκαστρο — συνδέτης — θρυαλλίδα |
|||