|
το муз. триоль #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово триоль? — τριολέτο как с (ново)греческого переводится слово τριολέτο? — триоль — κραδασμός — παρακκλήσι — αυγοκόβω — αζεμάτιαστος — οδικός — κεφαλαιοκράτης — σκαιότης — απειροστημόριο — τσέλιγγας — ομόθυμα — γλυκοσάλιασμα — φλογίζομαι — αυτοκυβέρνητος — ακαμίνευτος — κουφίζω — θερμοφωταύγεια — εργοδοσία — πάγκρεας — σκιερότητα — προσημείωση — σκουτί |
|||